ξινούτσικος

ξινούτσικος
η , ο кисловатый, терпкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξινούτσικος" в других словарях:

  • ξινούτσικος — η, ο 1. (υποκορ. τού ξινός) υπόξινος, λίγο ξινός, κάπως ξινός 2. μτφ. αυτός που είναι κάπως ακριβός («αυτό το φόρεμα είναι ωραίο, αλλά ξινούτσικο») …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόξινος — η, ο ο ελαφρά ξινός, ξινούτσικος, υπόξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ξινός] …   Dictionary of Greek

  • ελαφρόξινος — η, ο αλαφρόξινος, ξινούτσικος …   Dictionary of Greek

  • ξινοφέρνω — έχω κάπως ξινή γεύση, είμαι ξινούτσικος, υπόξινος …   Dictionary of Greek

  • υπόξινος — η, ο, Ν ο κάπως ξινός, ξινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όξινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υπόξινος — η, ο κάπως ξινός, ξινούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»